Ο Ερντογάν σήμερα αποτελεί μεγαλύτερη απειλή για τους Τουρκοκύπριους παρά η Ελληνική χούντα πριν το 1974.
Με αυτές τις φράσεις ξεκινά το πολύ ενδιαφέρον άρθρο του Michael Rubin που είναι βασικός συνεργάτης του American Enterprise Institute, στην έγκυρη ιστοσελίδα National Interest, που μεταφέρει το CosmoStatus.
To 1974 o Τουρκικός στρατός εισέβαλλε στην Κύπρο επικαλούμενος φόβους ότι η χούντα στην Ελλάδα θα προέβαινε στην προσάρτηση του νησιού. Οι δικαιολογίες για την παραμονή των Τουρκικών δυνάμεων στην Κύπρο εξανεμίστηκαν άμεσα, καθώς η χούντα στην Ελλάδα κατέρρευσε και επανήλθε η Δημοκρατία.
Όμως οι Τουρκικές δυνάμεις παρέμειναν στο νησί επιδιώκοντας μια μακρά εκστρατεία εθνικής και σεκταριστικής εκκαθάρισης (σ.σ. εθνοκάθαρσης), αναφέρει ο Michael Rubin.
Σήμερα, η Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου, η δημιουργία της χώρας αντιπροσώπου της Τουρκίας, ελέγχει το ένα τρίτο του νησιού, αναφέρεται στο άρθρο.
Ενώ η διεθνής κοινότητα αναγνωρίζει του Ελληνοκύπριους ως θύματα της Τουρκικής επιθετικότητας, καμία άλλη χώρα δεν αναγνωρίζει την Βόρεια Κύπρο, ενώ οι Έλληνες του νησιού δεν είναι τα μόνα θύματα.
Η Τουρκία φαίνεται να ακολουθεί πολιτική πολιτιστικής γενοκτονίας κατά της παραδοσιακής Τουρκικής κοινότητας της Κύπρου.
Αμέσως μετά την Τουρκική εισβολή, Τούρκοι έποικοι άρχισαν να φτάνουν στη βόρεια Κύπρο. Η Τουρκική κυβέρνηση, θέλοντας να αυξήσει τον Τουρκικό και μουσουλμανικό πληθυσμό της Κύπρου, ενθάρρυνε την μετανάστευση. Οι περισσότεροι ήταν φτωχοί γεωργοί που εγκαταστάθηκαν στα σπίτια των Ελλήνων, όταν αυτοί έφυγαν για να σωθούν.
Παρόλο που δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία, υπάρχει η αίσθηση πως οι έποικοι αποτελούν το μισό του πληθυσμοί της Τουρκοκρατούμενης περιοχής της Κύπρου. Εικάζεται πως ίσως οι έποικοι να είναι και περισσότεροι από τους Τουρκοκύπριους, κάτι πολύ πιθανό. Υπολογίζεται πως σήμερα ο πληθυσμός των Τουρκοκυπρίων ανέρχεται σε 90.000, ενώ των εποίκων μεταξύ 160.000 και 200.000.
Ο λόγος για την επιτάχυνση του εποικισμού, παρά το άρθρο 49 της Τέταρτης Σύμβασης της Γενεύης, είναι η απόφαση του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να «πνίξει» τους Τουρκοκύπριους. Οι μέθοδοί του διαφέρουν και η κλίμακα είναι μικρότερη, αλλά αυτό που κάνει τώρα η Τουρκία στη βόρεια Κύπρο δεν διαφέρει και πολύ από αυτό που κάνουν οι Κινέζοι Χαν στην επαρχία Xinjiang (σ.σ εκεί που η πλειοψηφία των κατοίκων είναι μουσουλμάνοι Ουιγούροι, άμεσοι συγγενείς των Τούρκων και κοιτίδα τους).
Το κίνητρο του Ερντογάν είναι η θρησκευτική μισαλλοδοξία. Ενώ πολλοί διπλωμάτες και ακτιβιστές περιγράφουν τον αγώνα για θρησκευτική ελευθερία ως αγώνα μεταξύ των θρησκειών, συχνά τα κυριότερα θύματα του θρησκευτικού φανατισμού είναι εκείνα που θεωρούνται ανεπαρκώς ευσεβείς ή πολύ θρήσκοι σε μια θρησκεία. Για παράδειγμα, οι Πακιστανικές αρχές στοχεύουν όλο και περισσότερο τους Αχμαντίδες της χώρας τους, ενώ οι αρχές της Σαουδικής Αραβίας παρενοχλούν τη Σιιτική κοινότητα του βασιλείου στην ανατολική επαρχία και την κοινότητα των Σούφι στο Χιτζάζ.
Ο Ερντογάν είναι βοηθός ιερέα στην Μουσουλμανική Αδελφότητα. Έχει στοχοποιήσει εδώ και καιρό τους Αλεβίτες της Τουρκίας και άλλες ετερόδοξες αιρέσεις. Η οργή του έχει επεκταθεί και στους δικούς του Σουνίτες Μουσουλμάνους, αν τους θεωρήσει ανεπαρκώς συντηρητικούς. Στρατιωτικοί αξιωματούχοι και διπλωμάτες μετά το πραξικόπημα του 2016, βρέθηκαν αντιμέτωποι με φυλάκιση, εκτός και εάν μπορούσαν να βρουν σουνίτες εξτρεμιστές μουλάδες για να εγγυηθούν γι’ αυτούς!
Στο σημείο αυτό έγκειται το πρόβλημα για τους Τουρκοκύπριους. Ιστορικά, οι Τουρκοκύπριοι είναι πολύ μετριοπαθείς και ανεκτικοί. Ενώ υπήρχαν περίοδοι θρησκευτικών εντάσεων μετά την ανεξαρτησία του νησιού το 1960 από την Βρετανία, οι γάμοι μεταξύ μουσουλμάνων και χριστιανών δεν ήταν σπάνιοι. Έπιναν αλκοόλ και, τουλάχιστον μέχρι την εισβολή του 1974, συναναστρέφονταν με τους Έλληνες γείτονές τους. Στην ουσία, ήταν μουσουλμάνοι με τον τρόπο των Κεμαλιστών: Εκτιμούσαν την πολιτιστική τους κληρονομιά, παντρεύονταν στο τζαμί, ο ιμάμης του χωριού ευλογούσε τα παιδιά τους, νήστευαν τις πρώτες μέρες του Ραμαζανιού, αλλά δεν άφηναν το Ισλάμ να κυριαρχήσει στη ζωή τους. Πολλές Τουρκοκύπριες δεν φορούσαν καν μαντίλα.
Στην ουσία δεν διέφεραν από τους Ελληνοκύπριους. Όμως, ειδικά οι τελευταίοι έποικοι, δεν ενδιαφέρονται για την κουλτούρα της Κύπρου και γυρνούν την πλάτη στις Κυπριακές παραδόσεις και δεν συμπεριφέρονται καλά στους Τουρκοκύπριους.
Ο Ερντογάν, αντί να χτίζει σχολεία στα κατεχόμενα, χτίζει τζαμιά και χρηματοδοτεί την εγκατάσταση στην Κύπρο φανατικών ισλαμιστών κληρικών που μοιάζουν στους Αφγανούς Ταλιμπάν.
Ο κόσμος πρέπει να ευαισθητοποιηθεί. Ο Ερντογάν εμπαίζει την ειρηνευτική αποστολή του ΟΗΕ και οι ενέργειές του καθιστούν την πολιτική διευθέτηση απίθανη, γράφει χαρακτηριστικά ο Michael Rubin.
Οι έποικοι, έχοντας ελάχιστη πραγματική σύνδεση με τη χώρα ή τον πολιτισμό της, ψηφίζουν τους λιγότερο ανεκτικούς, τους πιο σκληροπυρηνικούς πολιτικούς. Ο Έρσιν Τατάρ, ο σημερινός Τουρκοκύπριος πρόεδρος, αποτελεί παράδειγμα. Μπορεί να διεκδικεί τη δημοκρατική νομιμότητα, αλλά δεν κατάφερε να κερδίσει την πλειοψηφία των αληθινών Τουρκοκυπρίων. Είναι, στην πραγματικότητα, μια παράνομη μαριονέτα που δημιουργήθηκε από αποίκους, πιο πιστούς στην Τουρκία παρά στην Κύπρο.
Ωστόσο, η διαρκής ζημιά για την Κύπρο, δεν θα είναι μόνο πολιτική και διπλωματική, αλλά πολιτιστική. Η πολιτική του Ερντογάν υποτάσσει και πνίγει τον πληθυσμό, η προστασία του οποίου ήταν η δικαιολογία της Τουρκικής εισβολής. Με απλά λόγια, ο Ερντογάν αποτελεί σήμερα μεγαλύτερη απειλή για τους Τουρκοκύπριους από ό,τι η αλυτρωτική Ελληνική χούντα πριν από το 1974.
Αναπαραγωγή του άρθρου μπορεί να γίνει μόνο με ευδιάκριτη αναφορά στην πηγή CosmoStatus και χρήση live link
Διαβάστε επίσης:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου